λάτρευμα

λάτρευμα
λάτρ-ευμα, ατος, τό, in pl.,
A service for hire, πόνων λατρεύματα painful service, S.Tr.357.
2 service paid to the gods, worship, E.IT1275 (lyr.).
II = λάτρις, slave, Id.Tr.1106 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λάτρευμα — λάτρευμα, τὸ (Α) [λατρεύω] 1. στον πληθ. τὰ λατρεύματα α) υπηρεσία που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» επίπονη μισθωτή υπηρεσία, Σοφ.) β) λατρεία που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῑν», Ευρ.) 2. θεράπων, υπηρέτης,… …   Dictionary of Greek

  • λάτρευμα — service for hire neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρεύματα — λάτρευμα service for hire neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρεύματ' — λατρεύματα , λάτρευμα service for hire neut nom/voc/acc pl λατρεύματι , λάτρευμα service for hire neut dat sg λατρεύματε , λάτρευμα service for hire neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”